ταργανούμαι

ταργανούμαι
(I)
-όομαι, Α [τάργανον]
γίνομαι ξίδι, ξινίζω.
————————
(II)
-όομαι, Α [ταργάνη]
συμπλέκομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσταργανώ — όω, Α 1. στερεώνω κάτι με πλέγμα 2. (κατ* επέκτ.) προσδένω κάτι σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ταργανοῦμαι «συμπλέκομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνταργανούμαι — όομαι, Α περιτυλίγομαι, συμπλέκομαι («ἐν ἀμφιβλήστρῳ συντεταργανωμένας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταργανοῦμαι «συμπλέκομαι, περιτυλίσσομαι» (< ταργάνη, άλλος τ. τού σαργάνη «πλέγμα, σχοινί»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”